ορτύκι

ορτύκι
caille

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Regardez d'autres dictionnaires:

  • ορτύκι — (coturnix coturnix). Πουλί της οικογένειας των φασιανιδών, της τάξης των ορνιθόμορφων. To o. έχει συνολικό μήκος περίπου 20 εκ.· το φτέρωμα, που έχει αισθητά διάφορο χρωματισμό στα δύο φύλα, παρουσιάζει πλήρη αλλαγή στο τέλος του καλοκαιριού και… …   Dictionary of Greek

  • ορτύκι — το αποδημητικό πουλί της οικογένειας Φασιανίδες, αλλ. χαμοπέρδικα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ορτυγοκοπία — ὀρτυγοκοπία, ἡ (Α) [ορτυγοκόπος] παιδιά κατά την οποία τοποθετούσαν μέσα σε εγγεγραμμένο στο έδαφος κύκλο ένα ορτύκι ειδικά γυμνασμένο, που ο ορτυγοκόπος τό χτυπούσε με τον λιχανό δάκτυλό του ή αποσπούσε τα φτερά τού κεφαλιού του, παιδιά στην… …   Dictionary of Greek

  • έρως — I Αρχαιοελληνική θεότητα. Γεννήθηκε από το Χάος και τη Γαία, όπως αναφέρει ο Ησίοδος στη Θεογονία του, ή κατ’ άλλους από τον Τάρταρο και τη Νύκτα. Τον θεωρούσαν τον ωραιότερο μεταξύ των αθάνατων θεών και τον φαντάζονταν ως παιδάκι (τον παρίσταναν …   Dictionary of Greek

  • κρεξ — κρέξ, εκός, ἡ (Α) 1. μτφ. αλαζόνας 2. τρίχα («πορφυρέην ἤμησε κρέκα», Ευστ.) 3. μεταναστευτικό νυκτόβιο σαρκοφάγο πτηνό που μοιάζει με το ορτύκι («τούτους δ ἐτύκιζον αἱ κρέκες τοῑς ῥύγχεσιν», Αριστοφ.) φρ. «δυσάρπαγος κρέξ» ως χαρακτηρισμός της… …   Dictionary of Greek

  • ορνιθόμορφος — η, ο 1. αυτός που έχει τη μορφή πτηνού 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ορνιθόμορφα ζωολ. τάξη πτηνών στην οποία ανήκουν 7 οικογένειες με 251 είδη, μερικά από τα οποία είναι πολύ κοινά ή εξημερωμένα, όπως, λ.χ., η όρνιθα, ο φασιανός, η πέρδικα, το… …   Dictionary of Greek

  • ορτυκοσούρτης — Ονομασία πολύ μικρού πουλιού, που οφείλεται στη σύμπτωση της εμφάνισής του με την εμφάνιση, κάθε χρόνο, των ορτυκιών. Πιστεύεται μάλιστα ότι είναι οδηγός και προστάτης τους κατά το ταξίδι τους και ότι τα υποβαστάζει με τις φτερούγες του, όταν… …   Dictionary of Greek

  • ορτύγιον — ὀρτύγιον, τὸ (Α) [όρτυξ, υγος] μικρό ορτύκι …   Dictionary of Greek

  • πέρδικα — I Όνομα διάφορων πουλιών των γενών πέρδικα (perdix) και αλεκτορίδα (alectoris), της οικογένειας των Φασιανιδών. Τα δύο γένη διαφέρουν μεταξύ τους στην ουρά (του πρώτου έχει περισσότερα φτερά), στο χρωματισμό και σε μικρολεπτομέρειες. Εκτός από… …   Dictionary of Greek

  • στυφοκόμπος — ή στυφόκομπος, ὁ, Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ μάχιμος ἀλεκτρυών» 2. το ορτύκι, ο όρτυξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < στύπος (Ι) «κορμός» + κόμπος «κτύπος» (πρβλ. ορτυγό κομπος)] …   Dictionary of Greek

  • φιλόρτυξ — υγος, ὁ, ἡ, Α αυτός που αγαπά τα ορτύκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ὄρτυξ, υγος «ορτύκι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”